- πρωτόγραφο(ν)
- τό1) черновик; 2) оригинал документа, подлинник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
πρωτόγραφος — η, ο / πρωτόγραφος, ον, ΝΜ αυτός που γράφηκε ή έχει γραφεί πρώτος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πρωτόγραφο το πρωτότυπο ενός εγγράφου από το οποίο γίνονται αντίγραφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γραφος*] … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Ρήγας Βελεστινλής — (Βελεστίνο 1757 – Βελιγράδι 1798). Πρόδρομος και πρωτομάρτυρας του απελευθερωτικού Αγώνα και ο πιο χαρακτηριστικός τύπος λογίου, που συνδύασε άμεσα το κήρυγμα του διαφωτισμού με την επαναστατική δράση. Πολύ λίγες ιστορικές ειδήσεις έχουμε για τη… … Dictionary of Greek